αγνύς

αγνύς
ἀγνύς (-ῡθος), η (Α)
συνήθως στον πληθ. αἱ ἀγνῡθες
βαρίδια τού αργαλειού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολογίας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀγνύς — ἀ̱γνύ̱ς , ἄγνυμι break pres part act masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγνύθων — ἀγνύς loom weight fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἄγνυθας — ἀγνύς loom weight fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαγνάδι — το (Μ μαγνάδι[ο]ν) λεπτό, αραχνοΰφαντο κάλυμμα τού κεφαλιού, πέπλο, μπόλια, καλύπτρα νεοελλ. κάθε λεπτό και αραιά υφασμένο πανί, όπως το πανί τής κρησάρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < μανός «αραιός» (μανόν > μανάδι > μαγνάδι) με ανάπτυξη γ προ τού ν… …   Dictionary of Greek

  • ἄγνυσι — ἄ̱γνῡσι , ἄγνυμι break pres ind act 3rd sg ἀγνύς loom weight fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”